- πλωίμων
- πλώιμοςfit for sailingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρουγγάριος — Τίτλος του διοικητή του βυζαντινού αυτοκρατορικού στόλου (δ. των πλωίμων). Οι διοικητές των θεμάτων (αυτόνομων διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών) ονομάζονταν στρατηγοί. Έως τις αρχές του 10ου αι. ο δ., δηλαδή ο διοικητής του αυτοκρατορικού … Dictionary of Greek
Γογγύλης, Κωνσταντίνος — (10ος αι.).Ευνούχος αξιωματούχος του Βυζαντίου. Καταγόταν από την Παφλαγονία του Πόντου. Έζησε στην αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου, που τον διόρισε δρουγγάριο των πλωίμων, δηλαδή αρχιναύαρχο. Με ισχυρό στόλο και στρατό… … Dictionary of Greek
Ραδηνός — Βυζαντινή οικογένεια της αριστοκρατίας, που παρουσιάζεται από τις αρχές του 11ου αι. Οι Ρ. είχαν συγγένεια με τον αυτοκράτορα Ρωμανό Αργυρό (1028 1034). Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας είναι: 1. Ιωάννης. Είχε το αξίωμα του… … Dictionary of Greek
Ωορύφας, Νικήτας — Ένας από τους σπουδαιότερους ναυάρχους του Βυζαντίου. Έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., επί Βασίλειου του A’, όταν ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του στόλου ως δρουγγάριος πλωίμων. Η μεγάλη προσφορά του Ω. στο Βυζάντιο έγκειται στους… … Dictionary of Greek